- σαίνω
- ΝΑ1. (ιδίως για σκύλους) κουνώ την ουρά ως εκδήλωση αγάπης προς κάποιον2. μτφ. φέρομαι θωπευτικά, περιποιούμαι κάποιοναρχ.1. χαιρετίζω («παιδός με σαίνει φθόγγος», Σοφ.)2. χαροποιώ, ιδίως με ελπίδες («τὰ λεγόμενα... σαίνει τὴν ψυχήν», Αριστοτ.)3. εξαπατώ, παραπλανώ με κολακευτικούς τρόπους («ἡ δ' ἄρ' ἐν σκότῳ ληθούσα με ἔσαιν' Ἐρινύς», Σοφ.)4. ενοχλώ5. παθ. σαίνομαιταράζομαι, αναστατώνομαι («σαινόμενοι τοῑς λεγομένοις ἐδάκρυον», Διογ. Λαέρ.)6. φρ. α) «σαίνω ποτὶ ἀγγελίαν» — δέχομαι την αγγελία με χαράβ) «σαίνω τὴν ὑπόσχεσιν» δέχομαι την υπόσχεση με χαράγ) «σαίνω μόρον» — προσπαθώ με κολακείες να αποφύγω τον θάνατο.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η αναγωγή τής λ. σε ΙΕ ρίζα *teu- / tu- «φουσκώνω» (πρβλ. σῶς, λιθουαν. tvinstu «φουσκώνω») δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.